βοητύς
English (LSJ)
ύος, ἡ, Ep. for βόησις, Od.1.369.
Spanish (DGE)
German (Pape)
[Seite 452] ύος, ἡ, das Schreien, das Geschrei, Hom. einmal, Od. 1, 369.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοητύς -ύος, ἡ βοή geschreeuw.
Russian (Dvoretsky)
βοητύς: ύος ἡ крик Hom.
Greek (Liddell-Scott)
βοητύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ βόησις, Ὀδ. Α. 369.
English (Autenrieth)
ύος (βοάω): clamor, Od. 1.369†.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
βοητύς: -ύος, ἡ (βοάω), οχλοβοή, αναστάτωση, φωνασκίες, σε Ομήρ. Οδ.