βοώ

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source

Greek Monolingual

(Ι) (-άω) (AM βοῶ, -άω)
1. κραυγάζω, φωνάζω
2. (για πράγμα) σχεδόν βγάζω φωνή, είμαι ολοφάνερος
3. φρ. «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» — για συμβουλές που δεν λαμβάνονται καθόλου υπ' όψιν
νεοελλ.
φρ. «ἐν τῇ παλάμη καὶ οὕτω βοήσομεν» — αν δεν καταβληθεί προκαταβολικά η αμοιβή, δεν γίνεται η εξυπηρέτηση
αρχ.
1. ηχώ, βουίζω, βροντώ
2. επικαλούμαι κάποιον μεγαλόφωνα
3. διαφημίζω, επαινώ
4. διατάζω κάποιον με δυνατή φωνή να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βοή.
ΣΥΝΘ. αναβοώ, αντιβοώ
αρχ.
ανταναβοώ, αντεμβοώ, αποβοώ, αντοβοώ, διαβοώ, εκβοώ, εμβοώ, επαναβοώ, επεκβοώ, επεμβοώ, επιβοώ, καταβοώ, καρηβοώ, παραβοώ, περιβοώ, προαναβοώ, προβοώ, προσβοώ, προσεκβοώ, προσεπιβοώ, συμβοώ, συναναβοώ, συνεκβοώ, υπερβοώ].
(ΙΙ) βοῶ (-όω) (Μ) βους
μεταμορφώνω σε βόδι.