βολιδοσκόπηση

Greek Monolingual

η
1. η εξέταση του βυθού της θάλασσας με βολίδα
2. η προσπάθεια να διαγνώσει κανείς με τρόπο τις σκέψεις κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βολιδοσκοπώ. Η λ., στον λόγιο τ., βολιδοσκόπησις, μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Νικ. Κοντόπουλου].