βολίδα

From LSJ

Greek Monolingual

η (AM βολίς)
1. κάθε τι που εκτοξεύεται, που εκσφενδονίζεται
2. κωνικό βαρίδι με το οποίο μετρούν το βάθος της θάλασσας μέχρι 50 μέτρα
μσν.- νεοελλ.
σφαίρα, βόλι
νεοελλ.
1. φωτεινό ουράνιο σώμα που διαγράφει τροχιά, διάττοντας αστέρας
2. φρ. «είναι βολίδα» ή «τρέχει σαν βολίδα» — κινείται ολοταχώς
(αρχ. -μσν.) βέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βόλος, βολή.