βολικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. άνετος, αναπαυτικός
2. (για πρόσωπα) καλόγνωμος, συμβιβαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευβολικός < μτγν. εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος»].