άνετος
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄνετος, -ον) ανίημι
αναπαυτικός, ξεκούραστος, βολικός, εύκολος
νεοελλ.
1. (για ρούχα) όχι στενός, χαλαρός, ελαφρύς
2. απερίσπαστος, ο χωρίς έγνοιες ή εμπόδια
αρχ.
1. (για ζώα) αμολητός, ελεύθερος
2. ακόλαστος, ασύδοτος
3. (για μέλη του σώματος) ξεκούραστος, χαλαρωμένος
4. (για τα μαλλιά) λυτός, ελεύθερος
5. (γη) αφιερωμένη στον θεό, ακαλλιέργητη
6. (ημέρα) μη εργάσιμη, εορταστική.