βοοκτασία

English (LSJ)

ἡ, (κτείνω) slaying of oxen, A.R.4.1724 (pl.).

Spanish (DGE)

(βοοκτᾰσία) -ας, ἡ
• Alolema(s): βουκτᾰσίη AP 8.217 (Gr.Naz.)
matanza de vacas ἔργα βοοκτασίας la de Heracles AP 6.115 (Antip.Sid.), cf. 263 (Leon.), l.c., plu. A.R.4.1724.

German (Pape)

[Seite 453] ἡ, das Ochsentödten, Ap. Rh. 4, 1724; Antip. Sid. 18; Leon. T. 51 (VI, 115. 263).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοοκτασία -ας, ἡ βοῦς, κτείνω slachting van runderen.

Russian (Dvoretsky)

βοοκτᾰσία:убой быков Anth.

Greek (Liddell-Scott)

βοοκτᾰσία: ἡ, (κτείνω) σφαγὴ βοῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1724.

Greek Monolingual

βοοκτασία και βουκτασία, η (Α)
σφαγή βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -κτασία < κτατος < κτείνω «σκοτώνω»].