Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
βουκτᾰσία: ἡ, = βοοκτασία, Γρ. Ναζ. Ἐπιγρ. 217.
βουκτασία, η (Α)βλ. βοοκτασία.