βουκτασία

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek (Liddell-Scott)

βουκτᾰσία: ἡ, = βοοκτασία, Γρ. Ναζ. Ἐπιγρ. 217.

Greek Monolingual

βουκτασία, η (Α)
βλ. βοοκτασία.