dar de comer Hsch.s.u. ἐβόρισεν.
βοριάς1. φρ. «ο καιρός βορίζει» — αλλάζει και αρχίζει να φυσάει βόρειος άνεμος2. απρόσ. φυσάει βοριάς και πέφτει χιονόνερο.