βορίζω

Spanish (DGE)

dar de comer Hsch.s.u. ἐβόρισεν.

Greek Monolingual

βοριάς
1. φρ. «ο καιρός βορίζει» — αλλάζει και αρχίζει να φυσάει βόρειος άνεμος
2. απρόσ. φυσάει βοριάς και πέφτει χιονόνερο.