βοστρύχιον
English (LSJ)
τό, Dim. of βόστρυχος, AP 11.66 (Antiphil.):—vine-tendril, Arist.HA549b33, cf.544a9: in plural, = στέμφυλα, pressed grapes, Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [-ῠ-]
1 ricito de pelo, pequeño bucle, AP 11.66 (Antiphil.), Poll.4.150.
2 zarcillo de la vid, Arist.HA 544a9, 549b33.
3 plu. uvas prensadas Hsch.
German (Pape)
[Seite 454] τό. dim. von βόστρυχος, Antiphil. ep. (XI, 66); übertr., kleine Arme des Polypen, Arist. H. A. 5, 12.
Greek (Liddell-Scott)
βοστρύχιον: [ῠ], τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἀνθ. II. 11. 66· - πλόκαμος ἀμπέλου, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 18, 1· μικρὸς πλόκαμος τοῦ ὀκτάποδος, ὁ αὐτ. 5. 12, 2.
Greek Monolingual
βοστρύχιον, το (AM)
μικρός βόστρυχος
αρχ.
1. πλόκαμος, έλικα του κλήματος
2. πλοκάμι χταποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βόστρυχος. Η σημ. «έλικα του κλήματος» κατ' επίδραση του βότρυς].