Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλοκάμι

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.

Greek Monolingual

το, Ν
1. πόδι μαλακίου και ιδιαίτερα χταποδιού, πλόκαμος
2. ο πλόκαμος τών μαλλιών, πλεξούδα
3. (αλιευτ.) άλλη κοινή ονομασία για το παράμαλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοκάμιον, υποκορ. του αρχ. πλόκαμος.