πλοκάμι

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

το, Ν
1. πόδι μαλακίου και ιδιαίτερα χταποδιού, πλόκαμος
2. ο πλόκαμος τών μαλλιών, πλεξούδα
3. (αλιευτ.) άλλη κοινή ονομασία για το παράμαλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοκάμιον, υποκορ. του αρχ. πλόκαμος.