το (AM βοτάνιον) βοτάνηχόρτονεοελλ.1. φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο2. μαγικό βότανο3. μύρο4. πυρίτιδα5. εύφλεκτο υλικό, το «υγρόν πυρ».