βουκέντης

English (LSJ)

βουκέντου, ὁ, goader of oxen, ox-driver, Diogenian.7.86.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ boyero Diogenian.1.7.86.

German (Pape)

[Seite 456] ὁ, Rinder stachelnd, antreibend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βουκέντης: -ου, ὁ, ὁ τοὺς βοῦς κεντῶν, βοηλάτης, Διογενειαν. 7. 86.

Greek Monolingual

βουκέντης, ο (Α)
1. αυτός που κεντρίζει τα βόδια κατά το όργωμα
2. η βουκέντρα.