βουκέντρα

Greek Monolingual

η και βουκέντρι, το (Μ βουκέντριν, το, Α βούκεντρον, το)
μακρύ ξύλινο ραβδί με σιδερένιο αιχμή στο ένα άκρο για να κεντρίζει τα βόδια ώστε να προχωρούν ταχύτερα κατά το όργωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βουκέντρι < μσν. βουκέντριν < βουκέντριον, υποκορ. του αρχ. βούκεντρον < βους + κέντρον «οξύ άκρο, κεντρί»].