βουκέφαλον

English (LSJ)

[ᾰ], τό, = βουκεφάλιον, IG 2.736B 11, Chron.Lind. C. 114.

Greek Monolingual

βουκέφαλον, το (Α)
το ετήσιο ζιζάνιο τρίβολος, τριβόλι, κολλητσίδα.