Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κολλητσίδα

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

η
1. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών τών οποίων οι βλαστοί ή τα σπέρματα κολλάνε πάνω σε οτιδήποτε τά ακουμπήσει ή περιέχουν κολλητική ουσία
2. ζωολ. κοινή ονομασία μικρών παράκτιων ψαριών, χωρίς οικονομική σημασία αλλά με χαρακτηριστική μορφολογία και ενδιαφέρουσα συμπεριφορά
3. άνθρωπος ενοχλητικός από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται κάποιος («μού 'γινες κολλητσίδα»).