κολλητσίδα

From LSJ

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source

Greek Monolingual

η
1. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών τών οποίων οι βλαστοί ή τα σπέρματα κολλάνε πάνω σε οτιδήποτε τά ακουμπήσει ή περιέχουν κολλητική ουσία
2. ζωολ. κοινή ονομασία μικρών παράκτιων ψαριών, χωρίς οικονομική σημασία αλλά με χαρακτηριστική μορφολογία και ενδιαφέρουσα συμπεριφορά
3. άνθρωπος ενοχλητικός από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται κάποιος («μού 'γινες κολλητσίδα»).