Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τριβόλι

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

το / τριβόλιον, ΝΜ, και τριβόλιο και τριβούλι και τρίβουλο Ν τρίβολος
είδος παλαιού αλωνιστικού οργάνου, που αποτελούνταν από χοντρές συνενωμένες σανίδες οι οποίες είχαν στο κάτω μέρος μπηγμένους αιχμηρούς πυριτολίθους και συρόταν από υποζύγια πάνω στα απλωμένα στο αλώνι σιτηρά, αλλ. δοκάνη και δοκάνα ή ντοκάνα
νεοελλ.
1. το ζιζάνιο φυτό τρίβολος, αλλ. κολλητσίδα
2. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας tenebrionidae, τα οποία προκαλούν καταστροφές στα σιτηρά.