βουκεφάλας
English (LSJ)
α, ὁ, the horse of Alexander the Great, Str.15.1.29, Plu.Alex. 61, Arr.An.5.14.4.
Spanish (DGE)
v. βουκέφαλος.
Greek Monolingual
ο (Α Βουκεφάλας)
νεοελλ.
ειρων. αυτός που έχει κεφάλι σαν του βοδιού, κεφάλας
αρχ.
το άλογο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.