βουρτσίζω

Greek Monolingual

βουρτσίζω και βυρτσίζω)
1. καθαρίζω κάτι με βούρτσα
2. γυαλίζω κάτι με βούρτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. βουρτσίζω, το μσν. βυρτσίζω πιθ. < αρχ. βύρσα].