βούρτσα

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek Monolingual

η
1. απλό όργανο καθαρισμού ή στίλβωσης, το οποίο αποτελείται από ισομήκεις τρίχες ή σύρματα κατακόρυφα προσαρμοσμένα σε κατάλληλη βάση
2. φρ. «μαλλιά σαν βούρτσα» ή «μουστάκι σαν βούρτσα» — σκληρά και όρθια
3. πινέλο για βάψιμο, χρωστήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. στο αρχ. βύρσα (πρβλ. μσν. βυρτσίζω) ή αποτελεί δάνειο (πρβλ. ρουμ. virţa ή αλβ. vurtse ή αρχ. γερμ. burstja).