γυαλίζω
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
Spanish (DGE)
coger con las manos Eust.250.37, Et.Gud.324.13, cf. ἐγγυαλίζω.
Greek Monolingual
και γιαλίζω
1. κάνω κάτι στιλπνό σαν γυαλί
2. στιλβώνω
3. εξαγοράζω κάποιον με χρήματα
4. είμαι στιλπνός, λάμπω
5. διατηρώ την ομορφιά μου
6. (για καρπούς) ωριμάζω
7. φρ. α) «γυαλίζουν τα μάτια του» — είναι τρελός ή μεθυσμένος ή ετοιμοθάνατος
β) «μού γυάλισε κάτι» — μου έκανε εντύπωση
7. γυαλίζομαι
κοιτάζομαι στον καθρέφτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γυαλίζω < αρχ. υαλίζω, με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος ia (πρβλ. γυαλί-υαλίν, γιατρός-ιατρός), < ύαλος].