βοόκλεψ
English (LSJ)
contr. βοῦκλεψ, ὁ, stealer of oxen, S. Fr. 318.
German (Pape)
[Seite 453] ὁ, Ochsendieb, Soph. bei Ath. IX, 409 c; s. βούκλεψ.
Greek (Liddell-Scott)
βοόκλεψ: συνῃρ. βοῦκλεψ, ὁ, κλέπτης βοῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 857.
Greek Monolingual
βοόκλεψ, ο (Α)
κλέφτης βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -κλεψ < κλέπτω.