βούκεντρον

English (LSJ)

τό, ox-goad, LXX Ec.12.11.

German (Pape)

[Seite 456] τό, Ochsenstachel, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βούκεντρον: τό, κέντρον βοῶν, Γρηγ. Ναζ. 1,891.

Greek Monolingual

το
βλ. βουκέντρα.