βούσταθμον

English (LSJ)

τό, ox-stall, E.Hel.29, IA76, Lyc.92 (pl.): in masc. form, ἀμφὶ βουστάθμους E.Hel.359 (lyr.):—as Adj., βουστάθμου κάπης S.Ichn.8.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): -μος, ὁ E.Hel.359
establo para ganado bovino βουστάθμου κάπης S.Fr.314.14, frec. plu., E.Hel.29, l.c., IA 76, Lyc.92.

German (Pape)

[Seite 459] τό, Ochsenstall, Eur. I. A. 76. 363 u. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
étable.
Étymologie: βοῦς, σταθμόν.

Russian (Dvoretsky)

βούσταθμον: τό и βούσταθμος ὁ стойло крупного рогатого скота, скотный двор Eur.

Greek (Liddell-Scott)

βούσταθμον: τό, σταῦλος βοῶν, Εὐρ. Ἑλ. 29, Ι. Α. 76· ὡσαύτως ἀρσ., ἀμφὶ βουστάθμους ὁ αὐτ. Ἑλ. 359· - οὕτω βούστᾰσις, εως, ἡ, Αἰσχύλ. Πρ. 653· βουστασία, ἡ, Λουκια. Ἀλεξ. 1· καὶ βουστάς, άδος, ἡ, Σοφ. Ἀποσπ. 417.

Greek Monolingual

βούσταθμον, το (Α)
στάβλος βοδιών.

Greek Monotonic

βούσταθμον: τό και βού-σταθμος, ὁ, στάβλος των βοδιών, σε Ευρ.

Middle Liddell

an ox-stall, Eur.

English (Woodhouse)

ox-stall