σταθμόν
From LSJ
English (LSJ)
τό, =
A σταθμός ΙΙΙ.2, weight, IG12.301.21, 22.1627.296: pl., μέτρα.. καὶ σταθμά Gorg.Pal.30, Pl.Lg.746e; and so in gen. and dat., SIG87.12 (Attic Law, v B.C.); ἐφηῦρε.. σταθμῶν ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα S.Fr.432, cf. Decr. ap. And.1.83, X.Mem.3.10.10, etc.; μέτρα.. καὶ μέρη σταθμῶν E.Ph.541, cf. Ar.Av.1041, Pl.Lg. 757b, Arist.Ath.10.1, etc.
2 standard weight kept under public authority, in plural, IG22.1013.10, al. (ii B.C.); σ. τὰ ξυληρά SIG975.2 (Delos, iii B.C.).
3 = σταθμός II, PTeb.804.13 (ii B.C.).
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
c. σταθμός.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. σταθμά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταθμόν -οῦ, τό [~ σταθμός] gewicht.