βοώδης

English (LSJ)

βοῶδες, ox-like, Adam.2.37; stupid, Apollon.Lex.s.v. βουγάϊε.

Spanish (DGE)

-ες
de tipo bovino σῶμα δεδασύνθαι τριχὶ στερεᾷ ... βοῶδες Adam.2.37
aplicado al hombre explotado y manso como un buey βοώδη καὶ ἀναίσθητον Apollon.Lex.828, como tipo temperamental humano, Adam.Epit.Matr.2.37.

German (Pape)

[Seite 460] ες, ochsenartig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βοώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς βοῦν, Ἀδαμάντ. Φυσιογν. 2. 26, Ἐτυμ. Μ. 206.

Greek Monolingual

-ες (AM βοώδης, -ες)
όμοιος με βόδι.