ο βρέχω1. αυτός που φέρνει βροχές («Γενάρης χιονιστής, Φλεβάρης βρέχτης»)2. η υδρορροή της στέγης3. δοχείο των σιδηρουργών που το χρησιμοποιούν στην κατάβρεξη του πυρακτωμένου μετάλλου.