βραστάρι

Greek Monolingual

το βραστός
1. αφέψημα (χαμομηλιού, φασκόμηλου κ.λπ.) που πίνεται ζεστό, συνήθως ως θερμαντικό για κρυολόγημα
2. ζεστό κρασί.