βραχώδης

English (LSJ)

τραχύς, Hsch. (Cf. ῥαχίς.)

Spanish (DGE)

-ες escarpado Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

βραχώδης: -ες, τραχύς, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ες (Μ βραχώδης, -ες) βράχος
τόπος γεμάτος βράχια, πετρώδης.