τραχύς, Hsch. (Cf. ῥαχίς.)
-ες escarpado Hsch.
βραχώδης: -ες, τραχύς, Ἡσύχ.
-ες (Μ βραχώδης, -ες) βράχοςτόπος γεμάτος βράχια, πετρώδης.