βρεφοκομείο

Greek Monolingual

το
φιλανθρωπικό ίδρυμα για περίθαλψη βρεφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρεφοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σκαρλάτο Βυζάντιο].