βρεφόω

English (LSJ)

form into a foetus, engender, Eust.1535.44:—Pass., Theol.Ar.6.

Spanish (DGE)

engendrar μυθικὴ ἐρεσχελία τὸν Ὠρίωνα ἐβρέφωσε Eust.1535.44
en v. pas. convertirse en niño τὸ σπέρμα ... βρεφοῦσθαι δὲ ἀρχόμενον ἢ φυτοῦσθαι Theol.Ar.6.

Greek (Liddell-Scott)

βρεφόω: ποιῶ τι βρέφος· ‒ βρεφόομαι, γίνομαι βρέφος, Ἐκκλ.