engender
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
produce: P. and V. γεννᾶν, τίκτειν; see beget.
produce in persons or things: P. and V. ἐντίκτειν (Plato) (τινί τι), ἐντιθέναι (τινί τι), ἐμβάλλειν (τινί τι), P. ἐμποιεῖν (τινί τι), ἐνεργάζεσθαι (τινί τι), V. ἐνορνύναι (τινί τι), ἐνιέναι (τι).
be engendered in: P. and V. ἐμφύεσθαι (τινι) (Plato).