βριμώδης

English (LSJ)

ες, grim, stern, dub. in Herm. ap. Stob. 1.49.45 (Comp.).

Spanish (DGE)

-ες colérico ref. al alma Corp.Herm.Fr.24.9.

German (Pape)

[Seite 464] ες, wild, zornig, Hermes Stob. ecl. I p. 986.

Greek (Liddell-Scott)

βριμώδης: -ες, (εἶδος) ὀργίλος, ἄγριος, αὐστηρός, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 986.