βρυχή

English (LSJ)

ἡ, (βρύχω)
A gnashing of teeth, ὀδόντων A.R.2.83, Q.S.5.392.
II (βρυχάομαι) bellowing, Opp. H.2.530.

Spanish (DGE)

(βρῡχή) -ῆς, ἡ
1 rechinamiento ὀδόντων A.R.2.83, Q.S.5.392.
2 rugido Opp.H.2.530.

German (Pape)

[Seite 466] ἡ, das Zähneklappern, -knirschen, ὀδόντων Ap. Rh. 2, 83 u. a. sp. D., wie Qu. Sm. 5, 392.

Greek (Liddell-Scott)

βρῡχή: ἡ, τριγμός, τρίξιμον, ὀδόντων Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 83, κτλ. ΙΙ. (βρυχάομαι) βρυχηθμός, Ὀππ. Ἁλ. 2. 530.

Greek Monolingual

βρυχή, η (Α)
1. το τρίξιμο των δοντιών
2. ο βρυχηθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρύχω με τη σημ. 1. και < βρυχώμαι με υποχωρητικό σχηματισμό με τη σημ. 2.].