τρίξιμο

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ο ήχος που δημιουργείται από την τριβή δύο σκληρών πραγμάτων, ο τριγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριξ- του αορ. έ-τριξ-α του τρίζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. πρήξιμο)].