βρυόεις

English (LSJ)

βρυόεσσα, βρυόεν,
A weedy, ποταμός Nic.Th.208.
II flourishing, Id.Al.371, 478.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
apretado, denso στάχυν Nic.Al.371, ἄνθε' Nic.Al.478
de un río lleno de ovas Nic.Th.208.

German (Pape)

[Seite 466] εσσα, εν, 1) moosig, voll Moos, ποταμός Nic. Ther. 208; κόλπος Nonn. D. 1. 203. – 2) üppig treibend, στάχυς, ἄνθος, Nic. Al. 371. 478.

Greek (Liddell-Scott)

βρυόεις: εσσα, εν, πλήρης βρύων, ποταμὸς Νίκ. Θ. 208. ΙΙ. θάλλων, ἀκμάζων, ὁ αὐτ. Ἀλ. 371, 478.