βρόχι

Greek Monolingual

το (Μ βρόχιον και βρόχιν) βρόχος
1. μικρός βρόχος, θηλιά
2. θηλιά από τρίχες αλογοουράς, με την οποία συλλαμβάνονται από τον λαιμό πουλιά ή μικρά τετράποδα ζώα
νεοελλ.
πληθ. βρόχια, τα
1. τεχνάσματα, πλεκτάνες
2. θέλγητρα.