Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
βρόχι
Greek Monolingual
το (Μ βρόχιον και βρόχιν) βρόχος 1.μικρόςβρόχος, θηλιά 2.θηλιά από τρίχες αλογοουράς, με την οποία συλλαμβάνονται από τον λαιμό πουλιά ή μικρά τετράποδα ζώα νεοελλ. πληθ.βρόχια, τα 1. τεχνάσματα, πλεκτάνες 2. θέλγητρα.