βρύγμα

English (LSJ)

-ατος, τό, a bite, gnawing, Nic.Th.483.

Greek (Liddell-Scott)

βρύγμα: τό, δῆγμα, δάγκαμα, Νίκ. Θ. 483.

Greek Monolingual

βρύγμα, το (AM) βρύκω
πληγή από δάγκωμα.