βρύκος
English (LSJ)
κῆρυξ (cf. βρύοχος), οἱ δὲ βάρβαρος (cf. βρούχετος), οἱ δὲ ἀττέλεβος (cf. βροῦκος), Hsch.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: κῆρυξ, οἱ δε βάρβαρος, οἱ δε ἀττελεβος. H.
Other forms: βρύκαιναι ἱέρειαι ὑπὸ Δωριέων H. Also βρυχός κῆρυξ H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: On ἀττέλεβος see βροῦκος; on βάρβαρος see βρίκελοι. For βρυχός cf. the epiclesis of Hermes as Βρυχαλείο at Pharsalos (Dettori, Myrtia 15 (2000) 27-33). Further unknown.