βωμάκευμα

English (LSJ)

[μᾱ], ατος, τό, = βωμολόχευμα, Apollod.Cyren. ap. Sch. Pl.R. 606c (pl.), EM218.7.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
bufonería βωμακεύματα καὶ βωμολοχεύματα Sch.Pl.R.606c, cf. EM 218.7G.

German (Pape)

[Seite 469] τό, = βωμολόχευμα, Schol. Plat. Rep. X p. 487.

Greek Monolingual

βωμάκευμα, το (Μ) βώμαξ
το βωμολόχευμα.