και βύζασμα, το βυζαίνω1. θηλασμός, γαλουχία των νεογνών2. η απομύζηση, το ρούφηγμα3. η οικονομική απομύζηση κάποιου προσώπου, το να του παίρνουν διαρκώς χρήματα.