Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
γίνωμα
Greek Monolingual
και γένωμα, το 1. η ωρίμανση τών καρπών 2. ο χρόνοςκατά τον οποίο γίνεται η ωρίμανση 3. η ζύμωση, το ανέβασμα του ψωμιού. [ΕΤΥΜΟΛ.<γίνω, υποτ. του αορ. Έγινα του ρ. γίνομαι.