Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
γαιάνθρακας
Greek Monolingual
ο ονομασία για διάφορα είδη στερεών οργανικών ορυκτών, πλούσιων σε άνθρακα, με χρώμα μαύρο ή γενικά σκούρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. earth-coal). Η λ. γαιάνθραξ μαρτυρείται από το 1846 στον Β. Φλογαΐτη].