γαλάνα

English (LSJ)

γᾰλᾱνός, Dor. for γαλήνη, -ηνός.

Spanish (DGE)

v. γαλήνη.

French (Bailly abrégé)

dor. c. γαλήνη.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλάνα: γαλᾱνός, Δωρ. ἀντὶ γαλην-.

Greek Monolingual

γαλάνα, η (δωρ. τ.) (Α)
η γαλήνηφρόνημα νηνέμου γαλάνας» — για την ωραία Ελένη, σαν ιδέα γαλήνης καλοκαιρινής, Αισχ.).

Greek Monotonic

γᾰλάνα: γαλᾱνός, Δωρ. αντί γαλήνη, γαληνός.

German (Pape)

dor. für γαλήνη.