Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
γαλίφης
Greek Monolingual
και γαλοῦφος και γαλούφης, -α και -ω και γαλίφισσα, -ικο ο κόλακας, αυτός που προσπαθεί να πετύχει κάτι με κολακευτικά λόγια και υπερβολικές περιποιήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ.<ιταλ.gaglioffo «αχρείος, μωρός, ουτιδανός, ανίκανος»].