αχρείος

From LSJ

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀχρεῖος, -α, -ον)
άχρηστος, εντελώς ασήμαντος, τιποτένιος
μσν.- νεοελλ.
αισχρός, φαύλος
μσν.
άσχημος
αρχ.
1. ακατάλληλος, ανίκανος για κάτι
2. ανίκανος για μάχη, απόλεμος
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀχρεῖον
χωρίς λόγο, χωρίς αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + χρεία. Η λ. προσέλαβε ηθικές και κοινωνικές αποχρώσεις αντιτιθέμενη στο επίθ. χρηστός. Αρχικά σήμαινε «άχρηστος, ασήμαντος» και αργότερα μετέπεσε στη σημασία «αισχρός, φαύλος» και τη θέση του πήρε το επίθ. άχρηστος].