ουτιδανός
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ οὐτιδανός, -ή, -όν)
ανάξιος λόγου, μηδαμινός, τιποτένιος («ἧ γάρ κεν δειλός τε καὶ οὐτιδανὸς καλεοίμην», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
αυτός που αδιαφορεί, που περιφρονεί («γᾱς δόσις οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοις φορεῖται» — τα προϊόντα της γης παρασύρονται από τα κύματα, δηλ. από τους εχθρούς που αδιαφορούν για τα πάντα, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὔτις, πιθ. κατά τα παράγωγα του τύπου ἠπεδανός, πευκεδανός ή από αμάρτυρο τ. οὔ-τιδ (πρβλ. λατ. quid)].