γαλακτόμετρο

Greek Monolingual

το
το γαλακτοαραιόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + μέτρο
πρβλ. αγγλ. galactometer (< γάλα, -κτος + μέτρον), lactometer (νόθο σύνθ. < λατ. lac, lactis + μέτρον). Η λ. γαλακτόμετρον μαρτυρείται από το 1848 στον Ξαβέριο Λάνδερερ].