γαλατοθρέμμων
German (Pape)
[Seite 471] Conj. für γαλακτοθρέμμων, w. m. s. Vgl. γάλα.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλᾰτοθρέμμων: -ον, (τρέφω) ὁ διὰ γάλακτος τραφείς, ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. παρ ' Ἀντιφ. Ἀφρ. 1. 4 ἀντὶ γαλακτο-.
[Seite 471] Conj. für γαλακτοθρέμμων, w. m. s. Vgl. γάλα.
γᾰλᾰτοθρέμμων: -ον, (τρέφω) ὁ διὰ γάλακτος τραφείς, ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. παρ ' Ἀντιφ. Ἀφρ. 1. 4 ἀντὶ γαλακτο-.