γαρίφαλο
Greek Monolingual
και γαρύφαλο και γαρούφαλο, το
Ι. 1. το άνθος της γαριφαλιάς
2. φρ. α) «το γαρίφαλο σέ μάρανε» — για κακοντυμένο με γαρίφαλο στο πέτο
β) «ο μόσχος, το γαρίφαλο και το μακεδονίσι»
II. 1. ο αποξηραμένος κάλυκας του άνθους του τροπικού φυτού Καρυόφυλλος ο αρωματικός
2. φρ. «μαύρο είναι το γαρίφαλο μα πουλιέται με το δράμι» — για ακριβά πράγματα παρά τη μη εντυπωσιακή τους εμφάνιση
3. γαρίφαλο του βουνού
το άνθος του φυτού Χιτών ο χνοώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) gαrοflο < λατ. garofulum < ελλ. καρυό-φυλλον. Η γραφή της λ. με -ι- (γαρίφαλο) δικαιολογείται ως απλούστερη φωνητική γραφή της μεταβολής -ο- > -ι-, μια και η νεοελληνική λέξη προήλθε (ως αντιδάνειο) από μια βενετσιάνικη].